- σαγκουίνι
- kan portakalı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σαγκουίνι — το, N o καρπός τής πορτοκαλιάς σαγκοΐνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sanguin «αιματώδης»] … Dictionary of Greek
σανγκουίνι — το, Ν βοτ. βλ. σαγκουίνι … Dictionary of Greek